- σκωληκόβορος
- σκωληκό-βορος, ον,A worm-eaten,
καρπός Thphr.HP3.12.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρπός Thphr.HP3.12.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωληκόβορος — worm eaten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκόβορος — ον, Α σκουληκιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + βορος (< βορά), πρβλ. θηρό βορος, νεό βορος] … Dictionary of Greek